UA-50457385-1

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Μια μέρα στα μελίσσια

 Κατάλληλος σήμερα ο καιρός για προληπτική θεραπεία, ούτε τσουχτερό κρύο αλλά ούτε και συνθήκες κατάλληλες για να πετούν οι κυρές μας. Θα είναι σε σφιχτή μελισσόσφαιρα, ότι πρέπει για ένα σιροπιαστό ντους. "Φόρεσε κάγκουρα διπλά ρούχα όμως γιατί θα φας πολλές ώρες να ανοίγεις κυψέλες, να ενσταλάζεις οξαλικό οξύ μέσα τους, και να πηγαίνεις από μελισσοκομείο σε μελισσοκομείο, τα έχεις χωρίσει και στα τρία, και απέχει το ένα από το άλλο δεκάδες χιλιόμετρα. Νερό πήρες? Ναι ε? Μάλλον δεν θα το χρειασθώ ιδιαίτερα, με τόσο χαμηλές θερμοκρασίες σιγά μην ιδρώσω!"

 Δύο μονόλιτρα νερού, τρία πλαστικά τρίκιλα οξαλικό οξύ χαλαρά γεμισμένα, σύριγγα τροφοδότησης, πλαστικά γάντια μιας χρήσης, καπνιστήρι, πευκοβελόνες, αναπτήρες, στολή, φορτηγό. Τι λείπει?

 Ο μελισσοκόμος! Μια γρήγορη στάση για κατούρημα και ξεκινώ στις 11 η ώρα για το πρώτο μελισσοκομείο.  

 Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τα κοφτερά δόντια του κρύου του Σοχού και το πρώτο χειμαδιό είναι μπροστά μου. 

 Φορώ στολή, γάντια, ανάβω καπνιστήρι, κατεβάζω ένα βάζο με οξαλικό και την σύριγγα, καπνίζω την πρώτη κυψέλη, ανοίγω το καπάκι και τραβώ το κερόπανο με το αριστερό χέρι, χώνω τη σύριγγα και τραβώ το έμβολο επιδέξια μόνο με το δεξί μου χέρι, μετρώντας ταυτόχρονα πλαίσια πληθυσμού για να καθορίσω την δοσολογία που θα χορηγήσω (από αμπτάλης γραφειάνθρωπος έχω καταντήσει σε ικανοποιητικό βαθμό ένας αμφιδέξιος). 

 Και μόνο έτσι ελπίζω να τελειώσω εγκαίρως ένα τόσο μεγάλο όγκο εργασίας σε μια από τις μικρότερες ημέρες του χρόνου. Περνώ ένα γρήγορο ντους από πλαίσιο σε πλαίσιο τις μέλισσες και βάζω πίσω το ζαχαροζύμαρο και το κερόπανο, και κλείνω όσο πιο γρήγορα το καπάκι της κυψέλης για να μην κρυώσουν και άλλο οι κυρές μου. Τελείωσε η μία, σηκώνω το κεφάλι, μένουν σε αυτό το μελισσοκομείο δεκάδες ακόμα, ένας γρήγορος υπολογισμός, τόσες κυψέλες, τόση ώρα για να τελείωσει η κυψέλη, τόσες ώρες, τόση ώρα για μετάβαση από μελισσοκομείο σε μελισσοκομείο, σύνολο τόσες ώρες. Ξινίζω τα μούτρα, πάλι οριακά θα βγουν!!! 

 Δεν σκέφτομαι τίποτα, δουλεύω αυτόματα, καπνίζω κυψέλη, ανοίγω καπάκι, τραβώ κερόπανο και τροφή, μετρώ πλαίσια, τραβώ το έμβολο της σύριγγας καθώς την βυθίζω στο βάζο με το οξαλικό, τόσα πλαίσια τόσα ml, ρίχνω το οξαλικό ανάμεσα στα πλαίσια, καπνίζω τις μέλισσες που βγαίνουν πάνω στα πλαίσια για να μπουν πάλι μέσα στην μελισσόσφαιρα, ξανατοποθετώ με αυτή την σειρά τροφή, κερόπανο, καπάκι, το ασφαλίζω. Κάνω ένα βήμα πλάγια προς τα δεξιά. Επαναλαμβάνω την διαδικασία, χωρίς σκέψη, σαν αυτόματο. 

 Μόνο έτσι δεν σκέφτομαι το βουνό όγκου εργασίας που με περιμένει. Και είναι αποτελεσματικό, οι κυψέλες χωρίς να το καταλάβω έχουν βγεί όλες, όπως και ο χρόνος που είχα υπολογίσει ότι θα χρειασθεί. Ταπώνω ελαφρά το καπνιστήρι, το θέλω να μην σβήσει όσο θα χρειασθεί για να πάω στο επόμενο μελισσοκομείο, μην χάσω χρόνο για να ξανανάβω καπνιστήρια, είμαι έτσι και αλλιώς οριακά από χρόνο. 


 Φτάνω στο δεύτερο μελισσοκομείο μου όπου είναι ο κύριος όγκος των μελισσιών μου. Ξανά η ίδια ρουτίνα κυψέλη με την κυψέλη. Μέχρι που φτάνω σε μια που είχε κάνει μέσα της την  φωλιά του ένα τρωκτικό του δάσους. Χαμογελώ, "Εδώ βρήκες να κάνεις το σπιτικό σου μικρέ σατανά? Το θεώρησες πιο ζεστό και ασφαλές το μέρος ε? Κάτσε να ανέβει λίγο η θερμοκρασία και να ξαναρχίζουν να είναι υπερδραστήριες οι τσαούσες κυρές μου και θα το μετανιώσεις πικρά αυτό το λάθος σου". Χαλώ την φωλιά και μειώνω την είσοδο από την κυψέλη έτσι ώστε να μπορεί να περνάνε 1-2 μέλισσες ταυτόχρονα αλλά τίποτα άλλο. 

 Ξαναρχίζω τον δίχως σκέψη μηχανικό μου χορό, οι κυψέλες πολλές οι ώρες λίγες, δουλειά, δουλειά, και μόνο δουλειά. Σαν μέλισσα! Να το βλέπουν αυτό οι κυρές μου και να είναι περήφανες για τον γιγάντιο κηφήνα που αρχίζει σιγά σιγά στο θέμα της εργασίας να τους μοιάζει.  


 Μετά από λίγο ακούω ένα αχνό βέλασμα που με βγάζει από την μηχανική μου ρουτίνα. Σηκώνω το κεφάλι, λίγο πιο πέρα ένα πρόβατο με κοιτάζει αμήχανο. "Τι κάνεις εσύ εδώ μόνο σου?" του λέω "Που είναι το κοπάδι σου?", "Που βόσκει ο βοσκός σου?", με κοιτά σαστισμένο. Ξαφνικά το πιάνω, αναγνωρίζει το δίποδο αλλά το σαστίζει η στολή μου. Την βγάζω και τότε παρατηρώ ότι είναι κόκκινη η προβιά του στα πίσω του τα πόδια. "Φάρμακο, γέννησες ή απέβαλλες μικράκι?" και μου έρχεται στην μνήμη κάτι σαν φουντωτή ουρά που έπιασε η άκρη του ματιού μου όσο παρίστανα το ρομπότ και δεν τις έδωσα καθόλου σημασία. "Οι σκύλοι του κοπαδιού προστάτευαν αυτή την γέννα ή άρπαξαν το νεογέννητο προβατάκι για να το φάνε?" αναρωτιέμαι.  


 Πλησιάζω σιγά σιγά το πρόβατο για να δω τι συμβαίνει, στην αρχή δεν αντιδρά αλλά καθώς πλησιάζω όλο και πιο κοντά αρχίζει να φεύγει περπατώντας με δυσκολία έχοντας τα δύο πισινά του πόδια σχεδόν άκαμπτα σε κάθε βήμα του και αφύσικα ανοιχτά. Από το περπάτημα, την τοποθέτηση καθως και την έκταση της κόκκινης περιοχής καταλαβαίνω ότι μάλλον γέννησε το πρόβατο.


 Εξακολουθώ να το ακολουθώ για λίγο ανάμεσα στα πουρνάρια με την ελπίδα ότι θα με οδηγήσει στο μικρό της. Εξακολουθεί να μην με εμπιστεύεται και ελίσσεται αργά ανάμεσα από πυκνά πουρνάρια που δυσκολεύουν την προσπάθεια μου να το ακολουθήσω. "Προστατεύεις το μικράκι σου απομακρύνοντας ένα πιθανό αρπακτικό από να το βρει προσφέροντας τον εαυτό σου ή είσαι τόσο σαστισμένο που δεν ξέρεις ποιος είναι ο φίλος ή ο εχθρός?" η πρώτη μου σκέψη "Και δηλαδή ρε μπαγλαμά ακόμα και αν το βρεις το μικράκι της πως θα μπορέσεις να την βοηθήσεις αυτή ή το μικρό?" η δεύτερη. "Έχεις κάνει ποτέ βοσκός για να ξέρεις τι να κάνεις? Η μόνη σου επαφή με αυτά τα ζώα είναι να τα συναντάς σε ένα τραπέζι τίγκα στο λεμόνι με συνοδεία από πατάτες!!! Άντε πίσω στην δουλειά γιατί ήδη έχασες πολύ χρόνο μαιμούνιιιιι". 


 Αφήνω το πρόβατο στην ησυχία του και ξαναγυρίζω ελισσόμενος ανάμεσα στα πουρνάρια πίσω στο μελισσοκομείο μου, και τότε παρατηρώ ότι αρκετά από τα πουρνάρια είναι κομμένα. Είχα προσηλωθεί τόσο στο να ακολουθώ το πρόβατο που έχανα την γενική εικόνα του τι συμβαίνει δίπλα μου. Ξέρω ποιοι τα έχουν κόψει τα συγκεκριμένα πουρνάρια, παράνομα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Τους έχω ξαναπετύχει να το κάνουν.  


 Μια οικογένεια τσιγγάνων με πολλά παιδάκια και ένα μόνο σιδεροπρίονο (σιδεροπρίονο για να φέρεις ξύλα!!! Γάμησε τα!!), τους είχα πετύχει πέρσι, μου ζήτησαν και λίγα λεφτά για φάρμακα για τα παιδιά όταν με είδαν και αυτοί, τους τα έδωσα μαζί με λίγο μέλι "Για τα παιδιά" τους είπα. Χαμόγελα στα χείλη. 

 Φέτος τους είχα ξαναδεί, με ένα μικρό αλυσοπρίονο αυτή την φορά, αλλά πάλι να προσπαθούν να φορτώσουν την φτωχική τους λεία στο πόρτ μπαγκάζ ενός λευκού Νισσάν Σαννύ των αρχών της δεκαετίας του 80. "Φτωχοδιάολοι, προστατεύετε τα μικράκια σας από τα κοφτερά δόντια του χειμώνα? Είσαστε άραγε και εσείς τόσο σαστισμένοι που δεν μπορείτε να ξεχωρίσετε τον φίλο από τον εχθρό σας?". 

 "Σταμάτα παπάρα, θα σε πάρουν τα ζουμιά!!!" γρυλίζει ο λύκος μέσα μου "Ώρα για δουλειά και όχι για σκέψη, είσαι πλέον πολύ πίσω". Πειθήνια ξαναρχίζω τον μοναχικό μου χορό, τον μηχανικό μου χορό, οτιδήποτε αρκεί να μην σκέφτομαι. 


 Ώρες μετά έρχεται και η σειρά για το τρίτο μελισσοκομείο μου. "Σε λίγη ώρα θα αρχίσει να δύει ο ήλιος και θα κάνεις την δουλειά με φακό!!!!" Συνεχίζει να γρυλίζει ο λύκος. Ρομποτάκι εγώ, το ξέρουμε το ποίημα, κυψέλη στην κυψέλη το λέμε κάθε φορά.

 Μέχρι που φτάνω πάλι σε μια κυψέλη που έχει φωλιάσει ένας ακόμα απρόσκλητος επισκέπτης μέσα της. Αυτή την φορά τον πετυχαίνω στα πράσα. Με κοιτάζει φοβισμένο, είμαι με το ξέστρο στο χέρι, το κοιτάζω και εγώ "Φύγε, είναι η τυχερή σου μέρα, κλέφτης μελιού των κυρών είμαι, φονιάς κανενός δεν είμαι, πάνε να κάνεις αλλού την φωλιά σου, να προστατεύσεις τα μικράκια σου κάπου αλλού, εγώ δεν είμαι φίλος σου, αλλά ούτε και επιθυμώ να γίνω εχθρός σου". Σε ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου έχει πηδήξει μακριά και χάνεται γρήγορα με μικρά πηδηματάκια.

 Κοιτώ τον ήλιο που δύει.

 Χαμογελώ.

 "Με περιμένει δουλειά ακόμα, μην την ψάχνεις, απλώς ακόμα μια συνηθισμένη μέρα στα μελίσσια"





Adios Amigos Locos



Μότσανος Λάζαρος

Σοχός 23/12/2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου